στολοδρομώ

στολοδρομώ
στολοδρομῶ, -έω, ΝΑ
(για πλοίο) πλέω μαζί με άλλα πλοία σε σχηματισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στολοδρομία — η, Ν [στολοδρομώ] ναυτ. πλους στόλου και ιδίως οι τακτικές κινήσεις και οι ελιγμοί του, που διέπονται από λεπτομερείς κανονισμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”